- κατάκοψε
- κατακόπτωcut downaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατακόβω — κατέκοψα και κατάκοψα, κατακόπηκα και κατακόφτηκα, κατακομμένος 1. κόβω κάτι βαθιά ή σε μικρά τεμάχια ή σε μεγάλη έκταση: Κατάκοψα το χέρι μου. 2. κατασφάζω: Ο Νικηταράς κατάκοψε τους Τούρκους στα Δερβενάκια. 3. το μέσ., κουράζομαι ταλαιπωρούμαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)